- προστατευτικός
- προστατευτικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστατευτικός — ή, ό / προστατευτικός, ή, όν, ΝΑ [προστατεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτόν που προστατεύει, σε προστάτη («προστατευτική διάθεση») νεοελλ. 1. αυτός που αποβλέπει σε προστασία, που έχει ως σκοπό την προστασία («προστατευτικό κάλυμμα») 2.… … Dictionary of Greek
προστατευτικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμεύει ή βοηθάει στην προστασία: Προστατευτικά έργα στην κοίτη του ποταμού. 2. αυτός που αρμόζει, ταιριάζει σε προστάτη: Προστατευτικό ενδιαφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
επίρροθος — ἐπίρροθος, ον (Α) [ρόθος] 1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.) 2. προστάτης, προστατευτικός 3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει 4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός 5. επίμεμπτος,… … Dictionary of Greek
επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… … Dictionary of Greek
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
κατοχυρωτικός — ή, ό [κατοχυρώνω] 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για την καλή οχύρωση ενός πράγματος 2. αυτός που συντελεί στην εξασφάλιση, προστατευτικός, εξασφαλιστικός (α. «κατοχυρωτικός νόμος» β. «κατοχυρωτικό διάταγμα») … Dictionary of Greek